ψαροπούλι

ψαροπούλι
το зимородок (птица)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ψαροπούλι" в других словарях:

  • ψαροπούλι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Ιστιαίας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βασιλικών. * * * το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού αλκυόνα, αλλ. ψαροφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλί (πρβλ. θαλασσο πούλι)] …   Dictionary of Greek

  • ψαροφάγος — ο, θηλ. ψαροφάγα, Ν 1. άτομο που τρώει ψάρια συχνά ή που τού αρέσουν τα ψάρια 2. ζωολ. το ψαροπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… …   Dictionary of Greek

  • ψαρόνι — το είδος πουλιού, ψαροπούλι, μαυροπούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»